διακριβόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακριβόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
διακριβόω / διακριβῶ
- εξακριβώνω, εξετάζω ή συζητώ κάτι λεπτομερώς ή με ακρίβεια, εμβαθύνω σε κάτι
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1178a
- τοσοῦτον γὰρ περὶ αὐτῆς εἰρήσθω· διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου ἐστίν.
- ας αρκεσθούμε σ᾽ αυτήν μόνο την παρατήρηση εν σχέσει με το θέμα αυτό· γιατί μια εξονυχιστικότερη ανάλυση είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ταιριάζει στο προκείμενο έργο μας.
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek-language.gr
- τοσοῦτον γὰρ περὶ αὐτῆς εἰρήσθω· διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου ἐστίν.
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 18
- ἢν δ᾽ ἐπιδείξῃ τις αὐτοῖς ταύτην τὴν τιμὴν ἡμετέραν οὖσαν μᾶλλον ἢ ᾽κείνων, τάχ᾽ ἂν ἐάσαντες τὸ διακριβοῦσθαι περὶ τούτων ἐπὶ τὸ συμφέρον ἔλθοιεν.
- Αν όμως τους αποδείξει κάποιος πως η τιμή αυτή ανήκει περισσότερο σ᾽ εμάς παρά σ᾽ εκείνους, θα άφηναν ίσως κατά μέρος τις διαφωνίες πάνω σ᾽ αυτό το ζήτημα και θα κοιτούσαν το συμφέρον τους.
- Μετάφραση (1967), Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη @greek-language.gr
- ἢν δ᾽ ἐπιδείξῃ τις αὐτοῖς ταύτην τὴν τιμὴν ἡμετέραν οὖσαν μᾶλλον ἢ ᾽κείνων, τάχ᾽ ἂν ἐάσαντες τὸ διακριβοῦσθαι περὶ τούτων ἐπὶ τὸ συμφέρον ἔλθοιεν.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1178a
- (στην παθητική φωνή) οδηγούμαι στην τελειότητα
- απεικονίζω με ακρίβεια
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13.59, @scaife.perseus.
- καὶ Πραξιτέλης δὲ ὁ ἀγαλματοποιὸς ἐρῶν αὐτῆς τὴν Κνιδίαν Ἀφροδίτην ἀπ’ αὐτῆς ἐπλάσατο καὶ ἐν τῇ τοῦ Ἔρωτος βάσει τῇ ὑπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου ἐπέγραψε· | Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα, | ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης, | Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ.
- → λείπει η μετάφραση
- καὶ Πραξιτέλης δὲ ὁ ἀγαλματοποιὸς ἐρῶν αὐτῆς τὴν Κνιδίαν Ἀφροδίτην ἀπ’ αὐτῆς ἐπλάσατο καὶ ἐν τῇ τοῦ Ἔρωτος βάσει τῇ ὑπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου ἐπέγραψε· | Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα, | ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης, | Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ.
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13.59, @scaife.perseus.
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διακριβόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακριβόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.