ενεστώτας certify
γ΄ ενικό ενεστώτα certifies
αόριστος certified
παθητική μετοχή certified
ενεργητική μετοχή certifying

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɜːtɪfaɪ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈsɝː.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)

certify (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, δηλώνω επίσημα, ειδικά γραπτώς, ότι κάτι ισχύει
    ⮡  I certified the signature is genuine.
    Βεβαίωσα το γνήσιο της υπογραφής.
    ⮡  They will certify the authenticity of the painting.
    Θα επιβεβαιώσουν τη γνησιότητά του πίνακα.
    ⮡  He certified his death.
    Πιστοποίησε τον θάνατο του.
     συνώνυμα:  attest, acknowledge, assure, confirm και vouch for
  2. (μεταβατικό) το να πιστοποιηθεί ότι μια υπηρεσία, ένα προϊόν, ένας οργανισμός ή ένα άτομο πληροί ένα επίσημο πρότυπο
    ⮡  a certified educational qualification - πιστοποιημένη εκπαιδευτική επάρκεια
    ⮡  certified bodies - πιστοποιημένοι φορείς
  3. (νομικός όρος) βεβαιώνω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος είναι παράφρων (= σοβαρά ψυχικά άρρωστος) σύμφωνα με το νόμο
    ⮡  The doctor will certify that she is mentally ill.
    Ο γιατρός θα βεβαιώσει ότι είναι τρελή.

Συγγενικά

επεξεργασία