certify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | certify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | certifies |
αόριστος | certified |
παθητική μετοχή | certified |
ενεργητική μετοχή | certifying |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsɝː.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
επεξεργασίαcertify (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, δηλώνω επίσημα, ειδικά γραπτώς, ότι κάτι ισχύει
- (μεταβατικό) το να πιστοποιηθεί ότι μια υπηρεσία, ένα προϊόν, ένας οργανισμός ή ένα άτομο πληροί ένα επίσημο πρότυπο
- ⮡ a certified educational qualification - πιστοποιημένη εκπαιδευτική επάρκεια
- ⮡ certified bodies - πιστοποιημένοι φορείς
- (νομικός όρος) βεβαιώνω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος είναι παράφρων (= σοβαρά ψυχικά άρρωστος) σύμφωνα με το νόμο
- ⮡ The doctor will certify that she is mentally ill.
- Ο γιατρός θα βεβαιώσει ότι είναι τρελή.
- ⮡ The doctor will certify that she is mentally ill.