Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας acknowledge
γ΄ ενικό ενεστώτα acknowledges
αόριστος acknowledged
παθητική μετοχή acknowledged
ενεργητική μετοχή acknowledging

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əkˈnɒl.ɪdʒ/ (βρετανικό)
(βρετανικό) τυπογραφικός συλλαβισμός: ac‐knowl‐edge
ΔΦΑ : /əkˈnɑː.lɪdʒ/ & /ɪkˈnɑl.ɪdʒ/ (ΗΠΑ)
 
(ΗΠΑ) τυπογραφικός συλλαβισμός: ac‐know‐ledge ή ac-knowl-edge

  Ρήμα επεξεργασία

acknowledge (en)

  1. παραδέχομαι ότι κάτι είναι αλήθεια
    He refused to acknowledge defeat.
    Αρνιόταν να παραδεχθεί την ήττα του.
    He didn’t want to acknowledge his mistake.
    Δεν ήθελε να παραδεχθεί το λάθος του.
  2. αναγνωρίζω, αποδέχομαι ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη εξουσία ή ιδιότητα
    He was acknowledged as a great poet.
    Αναγνωρίστηκε ως μεγάλος ποιητής.
  3. (επίσημο) βεβαιώνω, γνωστοποιώ, λέω σε κάποιον ότι έλαβα κάτι που μου έστειλε
    I am acknowledging receipt of your remittance.
    Βεβαιώνω/Γνωστοποιώ λήψη του εμβάσματός σας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certify
  4. (επίσημο) χαιρετώ, δείχνω ότι αντιλαμβάνομαι κάποιον ή κάτι με χαμόγελο, κούνημα χεριού κτλ.
    They aren’t on speaking terms and don’t acknowledge each other.
    Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται.
  5. (επίσημο) αναγνωρίζω, εκφράζω δημόσια τις ευχαριστίες μου για τη βοήθεια που μου δόθηκε
    I acknowledge my debt to you and I thank you.
    Αναγνωρίζω το χρέος μου προς εσάς και σας ευχαριστώ.
  6. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) γνωστοποιώ στον αποστολέα, ορθή λήψη σήματος, μηνύματος, κτλ.
    συντομογραφία: ack, ACK

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία