acknowledge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | acknowledge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acknowledges |
αόριστος | acknowledged |
παθητική μετοχή | acknowledged |
ενεργητική μετοχή | acknowledging |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əkˈnɒl.ɪdʒ/ (βρετανικό)
- (βρετανικό) τυπογραφικός συλλαβισμός : ac‐knowl‐edge
- ΔΦΑ : /əkˈnɑː.lɪdʒ/ & /ɪkˈnɑl.ɪdʒ/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- (ΗΠΑ) τυπογραφικός συλλαβισμός : ac‐know‐ledge ή ac-knowl-edge
Ρήμα
επεξεργασίαacknowledge (en)
- παραδέχομαι ότι κάτι είναι αλήθεια
- ⮡ He refused to acknowledge defeat.
- Αρνιόταν να παραδεχθεί την ήττα του.
- ⮡ He didn’t want to acknowledge his mistake.
- Δεν ήθελε να παραδεχθεί το λάθος του.
- ⮡ He refused to acknowledge defeat.
- αναγνωρίζω, αποδέχομαι ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη εξουσία ή ιδιότητα
- ⮡ He was acknowledged as a great poet.
- Αναγνωρίστηκε ως μεγάλος ποιητής.
- ⮡ He was acknowledged as a great poet.
- (επίσημο) βεβαιώνω, γνωστοποιώ, λέω σε κάποιον ότι έλαβα κάτι που μου έστειλε
- (επίσημο) χαιρετώ, δείχνω ότι αντιλαμβάνομαι κάποιον ή κάτι με χαμόγελο, κούνημα χεριού κτλ.
- ⮡ They aren’t on speaking terms and don’t acknowledge each other.
- Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται.
- ⮡ They aren’t on speaking terms and don’t acknowledge each other.
- (επίσημο) αναγνωρίζω, εκφράζω δημόσια τις ευχαριστίες μου για τη βοήθεια που μου δόθηκε
- ⮡ I acknowledge my debt to you and I thank you.
- Αναγνωρίζω το χρέος μου προς εσάς και σας ευχαριστώ.
- ⮡ I acknowledge my debt to you and I thank you.
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) γνωστοποιώ στον αποστολέα, ορθή λήψη σήματος, μηνύματος, κτλ.