assure
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- assure < παλαιά γαλλική asseurer
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | assure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assures |
αόριστος | assured |
παθητική μετοχή | assured |
ενεργητική μετοχή | assuring |
assure (en)