assure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- assure < παλαιά γαλλική asseurer
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | assure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assures |
αόριστος | assured |
παθητική μετοχή | assured |
ενεργητική μετοχή | assuring |
assure (en)
- διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, λέω σε κάποιον ότι κάτι είναι σίγουρα αλήθεια ή σίγουρα θα συμβεί, ειδικά όταν έχει αμφιβολίες για αυτό
- ⮡ I assure that this is the truth.
- Σε διαβεβαιώνω πως αυτή είναι η αλήθεια.
- ⮡ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
- ⮡ I assure you that there’s no danger.
- Σας βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certify
- ⮡ I assure that this is the truth.
- βεβαιώνομαι
- ⮡ I assured myself that he’s telling the truth.
- Βεβαιώθηκα ότι λέει την αλήθεια.
- ⮡ I assured myself that he’s telling the truth.
- εγγυώμαι