Ετυμολογία

επεξεργασία
assure < παλαιά γαλλική asseurer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈʃʊə/ & /əˈʃɔː/
 
ενεστώτας assure
γ΄ ενικό ενεστώτα assures
αόριστος assured
παθητική μετοχή assured
ενεργητική μετοχή assuring

assure (en)

  1. διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, λέω σε κάποιον ότι κάτι είναι σίγουρα αλήθεια ή σίγουρα θα συμβεί, ειδικά όταν έχει αμφιβολίες για αυτό
    ⮡  I assure that this is the truth.
    Σε διαβεβαιώνω πως αυτή είναι η αλήθεια.
    ⮡  The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
    Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
    ⮡  I assure you that there’s no danger.
    Σας βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certify
  2. βεβαιώνομαι
    ⮡  I assured myself that he’s telling the truth.
    Βεβαιώθηκα ότι λέει την αλήθεια.
  3. εγγυώμαι