attest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | attest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attests |
αόριστος | attested |
παθητική μετοχή | attested |
ενεργητική μετοχή | attesting |
Ρήμα
επεξεργασίαattest (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαρτυρώ, αποδεικνύω ότι κάτι ισχύει
- ⮡ His success attests to his ability.
- Η επιτυχία του μαρτυρεί την ικανότητά του.
- ⮡ His success attests to his ability.
- (μεταβατικό) βεβαιώνω, δηλώνω ότι πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι, για παράδειγμα στο δικαστήριο