ενεστώτας attest
γ΄ ενικό ενεστώτα attests
αόριστος attested
παθητική μετοχή attested
ενεργητική μετοχή attesting

attest (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαρτυρώ, αποδεικνύω ότι κάτι ισχύει
    ⮡  His success attests to his ability.
    Η επιτυχία του μαρτυρεί την ικανότητά του.
  2. (μεταβατικό) βεβαιώνω, δηλώνω ότι πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι, για παράδειγμα στο δικαστήριο
    ⮡  I will attest that the signature is genuine.
    Θα βεβαιώσω το γνήσιο της υπογραφής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certify