διακριβωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διακριβωτικός
- (λόγιο) (σπάνιο) που σχετίζεται με τη διακρίβωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διακριβώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακριβωτικός
|