Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπιστωμένος η διαπιστωμένη το διαπιστωμένο
      γενική του διαπιστωμένου της διαπιστωμένης του διαπιστωμένου
    αιτιατική τον διαπιστωμένο τη διαπιστωμένη το διαπιστωμένο
     κλητική διαπιστωμένε διαπιστωμένη διαπιστωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπιστωμένοι οι διαπιστωμένες τα διαπιστωμένα
      γενική των διαπιστωμένων των διαπιστωμένων των διαπιστωμένων
    αιτιατική τους διαπιστωμένους τις διαπιστωμένες τα διαπιστωμένα
     κλητική διαπιστωμένοι διαπιστωμένες διαπιστωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.pi.stoˈme.nos/ & /ðʝa.pi.stoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐πι‐στω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

διαπιστωμένος, -η, -ο

  • που έχει διαπιστωθεί, σίγουρος
    Μην αμφιβάλλεις! Είναι εντελώς διαπιστωμένο ότι έτσι έγιναν τα πράγματα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία