Δείτε επίσης: αδιαπίστευτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαπίστωτος η αδιαπίστωτη το αδιαπίστωτο
      γενική του αδιαπίστωτου της αδιαπίστωτης του αδιαπίστωτου
    αιτιατική τον αδιαπίστωτο την αδιαπίστωτη το αδιαπίστωτο
     κλητική αδιαπίστωτε αδιαπίστωτη αδιαπίστωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαπίστωτοι οι αδιαπίστωτες τα αδιαπίστωτα
      γενική των αδιαπίστωτων των αδιαπίστωτων των αδιαπίστωτων
    αιτιατική τους αδιαπίστωτους τις αδιαπίστωτες τα αδιαπίστωτα
     κλητική αδιαπίστωτοι αδιαπίστωτες αδιαπίστωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαπίστωτος < α- στερητικό + διαπιστώ(νω) + -τος[1] → δείτε τη λέξη  διά + αρχαία ελληνική πιστόω / πιστῶ < πιστός < πείθω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ði̯aˈpi.sto.tos/ & /a.ðʝaˈpi.sto.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐α‐πί‐στω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιαπίστωτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πιστός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία