Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπιστεύω < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < διά + πιστεύω < πίστις

  Ρήμα επεξεργασία

διαπιστεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία