διαπίστευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπίστευση | οι | διαπιστεύσεις |
γενική | της | διαπίστευσης* | των | διαπιστεύσεων |
αιτιατική | τη | διαπίστευση | τις | διαπιστεύσεις |
κλητική | διαπίστευση | διαπιστεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπιστεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπίστευση < διαπιστεύω + -ση < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < πιστεύω < πίστις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈpi.stef.si/ & /ðʝaˈpi.stef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πί‐στευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπίστευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπιστεύω
- διαδικασία με την οποία ένας αρμόδιος φορέας παρέχει επίσημη αναγνώριση έπειτα από αξιολόγηση ότι ένα πρόσωπο είναι ικανό στο αντικείμενο που αξιολογήθηκε
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαπιστεύω, πιστεύω και πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπίστευση