διαπιστεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπιστεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστεύω
- θα διαπιστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαπιστεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπίστευση