διαπιστευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπιστευτήριο < διαπιστεύω + -τήριο < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < πιστεύω < πίστις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lettres de créance)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπιστευτήριο ουδέτερο
- καθένα από τα έγγραφα που πρέπει να έχει ο διπλωματικός αντιπρόσωπος ενός κράτους, όταν διορίζεται σε κάποιο άλλο
- (μεταφορικά) στοιχείο που δείχνει ότι κάποιος έχει τις απαραίτητες γνώσεις ή ικανότητες για μια θέση ή εργασία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαπιστεύω, πιστεύω και πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπιστευτήριο