Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɹɪˈdɛnʃəl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
credential credentials

credential (en)

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) διαπιστευτήριο
  2. πιστοποιητικό