Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεικαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απεικαστικ
ός
η
απεικαστικ
ή
το
απεικαστικ
ό
γενική
του
απεικαστικ
ού
της
απεικαστικ
ής
του
απεικαστικ
ού
αιτιατική
τον
απεικαστικ
ό
την
απεικαστικ
ή
το
απεικαστικ
ό
κλητική
απεικαστικ
έ
απεικαστικ
ή
απεικαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απεικαστικ
οί
οι
απεικαστικ
ές
τα
απεικαστικ
ά
γενική
των
απεικαστικ
ών
των
απεικαστικ
ών
των
απεικαστικ
ών
αιτιατική
τους
απεικαστικ
ούς
τις
απεικαστικ
ές
τα
απεικαστικ
ά
κλητική
απεικαστικ
οί
απεικαστικ
ές
απεικαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απεικαστικός
<
απεικάζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
απεικαστικός
που
απεικάζει
υποθετικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απεικάζω
,
εικάζω
και
εικόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεικαστικός