εικοτολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικοτολογώ < (ελληνιστική κοινή) εἰκοτολογέω / εἰκοτολογῶ < αρχαία ελληνική εἰκοτολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεικοτολογώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εικοτολογία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εικοτολογώ | εικοτολογούσα | θα εικοτολογώ | να εικοτολογώ | εικοτολογώντας | |
β' ενικ. | εικοτολογείς | εικοτολογούσες | θα εικοτολογείς | να εικοτολογείς | (εικοτολόγει) | |
γ' ενικ. | εικοτολογεί | εικοτολογούσε | θα εικοτολογεί | να εικοτολογεί | ||
α' πληθ. | εικοτολογούμε | εικοτολογούσαμε | θα εικοτολογούμε | να εικοτολογούμε | ||
β' πληθ. | εικοτολογείτε | εικοτολογούσατε | θα εικοτολογείτε | να εικοτολογείτε | εικοτολογείτε | |
γ' πληθ. | εικοτολογούν(ε) | εικοτολογούσαν(ε) | θα εικοτολογούν(ε) | να εικοτολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εικοτολόγησα | θα εικοτολογήσω | να εικοτολογήσω | εικοτολογήσει | ||
β' ενικ. | εικοτολόγησες | θα εικοτολογήσεις | να εικοτολογήσεις | εικοτολόγησε | ||
γ' ενικ. | εικοτολόγησε | θα εικοτολογήσει | να εικοτολογήσει | |||
α' πληθ. | εικοτολογήσαμε | θα εικοτολογήσουμε | να εικοτολογήσουμε | |||
β' πληθ. | εικοτολογήσατε | θα εικοτολογήσετε | να εικοτολογήσετε | εικοτολογήστε | ||
γ' πληθ. | εικοτολόγησαν εικοτολογήσαν(ε) |
θα εικοτολογήσουν(ε) | να εικοτολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εικοτολογήσει | είχα εικοτολογήσει | θα έχω εικοτολογήσει | να έχω εικοτολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εικοτολογήσει | είχες εικοτολογήσει | θα έχεις εικοτολογήσει | να έχεις εικοτολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εικοτολογήσει | είχε εικοτολογήσει | θα έχει εικοτολογήσει | να έχει εικοτολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εικοτολογήσει | είχαμε εικοτολογήσει | θα έχουμε εικοτολογήσει | να έχουμε εικοτολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εικοτολογήσει | είχατε εικοτολογήσει | θα έχετε εικοτολογήσει | να έχετε εικοτολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εικοτολογήσει | είχαν εικοτολογήσει | θα έχουν εικοτολογήσει | να έχουν εικοτολογήσει |
|