speculate (en)

  1. σκέφτομαι, διαλογίζομαι
  2. υποθέτω
  3. εικάζω
  4. τεκμαίρομαι, τεκμαίρω
  5. (χρηματοοικονομικά) κερδοσκοπώ

Συγγενικά

επεξεργασία