ενικός         πληθυντικός  
speculation speculations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
speculation < speculate + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

speculation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υπόθεση, η πράξη του σχηματισμού απόψεων για το τι έχει συμβεί ή τι μπορεί να συμβεί χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα
    ⮡  All speculation about life on Mars…
    Όλες οι υποθέσεις για ζωή στον Άρη…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis