Δείτε επίσης: απεικάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπεικάζω < λείπει η ετυμολογία

ἀπεικάζω

  1. (για ζωγράφους) απεικονίζω, αναπαριστώ, αντιγράφω
     συνώνυμα: ἀπεικονίζω
  2. εκφράζω μέσω σύγκρισης, αντιπαραβολής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 221c
    οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπεικάσειεν ἄν τις καὶ Βρασίδαν καὶ ἄλλους,
    Για παράδειγμα, για την προσωπικότητα του Αχιλλέα θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε μια ιδέα απ᾽ τον Βρασίδα κι απ᾽ άλλους·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  3. παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 221d
    εἰ μὴ ἄρα εἰ οἷς ἐγὼ λέγω ἀπεικάζοι τις αὐτόν, ἀνθρώπων μὲν μηδενί, τοῖς δὲ σιληνοῖς καὶ σατύροις, αὐτὸν καὶ τοὺς λόγους.
    εκτός βέβαια αν τον παρομοιάσει μ᾽ αυτούς που λέω εγώ, όχι με άνθρωπο βέβαια —με κανένα!—, αλλά με τους σιληνούς και τους σατύρους, και τον ίδιο και τα λόγια του.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  4. (στην παθητική φωνή):
    1. γίνομαι όμοιος, μοιάζω
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 8, 563a
      καὶ ὅλως οἱ μὲν νέοι πρεσβυτέροις ἀπεικάζονται καὶ διαμιλλῶνται καὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις,
      και γενικά οι νέοι αγαπούν να εξομοιώνουνται με τους γεροντότερους και να συνερίζουνται μ᾽ αυτούς στα λόγια και στα έργα,
      Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    2. αναπαρίσταμαι, απεικονίζομαι
    3. παραβάλλομαι, παρομοιάζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία