απεικονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεικονίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος απεικονίζω
Ρήμα
επεξεργασίααπεικονίζομαι
- περιγράφομαι με εικόνες ή άλλους εικαστικούς τρόπους
- Το θέμα απεικονίζεται σε αγγεία γυναικείας χρήσης, όπως η πυξίδα και η λεκανίδα, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε κύλικες, οινοχόες και κρατήρες, τα οποία λόγω της συγκεκριμένης διακόσμησης πιθανόν να χρησιμοποιούνταν στις γαμήλιες εκδηλώσεις. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απεικονίζομαι | απεικονιζόμουν(α) | θα απεικονίζομαι | να απεικονίζομαι | ||
β' ενικ. | απεικονίζεσαι | απεικονιζόσουν(α) | θα απεικονίζεσαι | να απεικονίζεσαι | (απεικονίζου) | |
γ' ενικ. | απεικονίζεται | απεικονιζόταν(ε) | θα απεικονίζεται | να απεικονίζεται | ||
α' πληθ. | απεικονιζόμαστε | απεικονιζόμαστε απεικονιζόμασταν |
θα απεικονιζόμαστε | να απεικονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | απεικονίζεστε | απεικονιζόσαστε απεικονιζόσασταν |
θα απεικονίζεστε | να απεικονίζεστε | (απεικονίζεστε) | |
γ' πληθ. | απεικονίζονται | απεικονίζονταν απεικονιζόντουσαν |
θα απεικονίζονται | να απεικονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απεικονίστηκα | θα απεικονιστώ | να απεικονιστώ | απεικονιστεί | ||
β' ενικ. | απεικονίστηκες | θα απεικονιστείς | να απεικονιστείς | απεικονίσου | ||
γ' ενικ. | απεικονίστηκε | θα απεικονιστεί | να απεικονιστεί | |||
α' πληθ. | απεικονιστήκαμε | θα απεικονιστούμε | να απεικονιστούμε | |||
β' πληθ. | απεικονιστήκατε | θα απεικονιστείτε | να απεικονιστείτε | απεικονιστείτε | ||
γ' πληθ. | απεικονίστηκαν απεικονιστήκαν(ε) |
θα απεικονιστούν(ε) | να απεικονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απεικονιστεί | είχα απεικονιστεί | θα έχω απεικονιστεί | να έχω απεικονιστεί | απεικονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις απεικονιστεί | είχες απεικονιστεί | θα έχεις απεικονιστεί | να έχεις απεικονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει απεικονιστεί | είχε απεικονιστεί | θα έχει απεικονιστεί | να έχει απεικονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απεικονιστεί | είχαμε απεικονιστεί | θα έχουμε απεικονιστεί | να έχουμε απεικονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε απεικονιστεί | είχατε απεικονιστεί | θα έχετε απεικονιστεί | να έχετε απεικονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απεικονιστεί | είχαν απεικονιστεί | θα έχουν απεικονιστεί | να έχουν απεικονιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεικονίζομαι
|