απεικονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεικονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απεικονίζω
Μετοχή
επεξεργασίααπεικονισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απεικονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεικονισμένος
|
απεικονισμένος, -η, -ο
|