παρομοιάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρομοιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρομοιάζω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρομοιάζομαι | παρομοιαζόμουν(α) | θα παρομοιάζομαι | να παρομοιάζομαι | ||
β' ενικ. | παρομοιάζεσαι | παρομοιαζόσουν(α) | θα παρομοιάζεσαι | να παρομοιάζεσαι | (παρομοιάζου) | |
γ' ενικ. | παρομοιάζεται | παρομοιαζόταν(ε) | θα παρομοιάζεται | να παρομοιάζεται | ||
α' πληθ. | παρομοιαζόμαστε | παρομοιαζόμαστε παρομοιαζόμασταν |
θα παρομοιαζόμαστε | να παρομοιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | παρομοιάζεστε | παρομοιαζόσαστε παρομοιαζόσασταν |
θα παρομοιάζεστε | να παρομοιάζεστε | (παρομοιάζεστε) | |
γ' πληθ. | παρομοιάζονται | παρομοιάζονταν παρομοιαζόντουσαν |
θα παρομοιάζονται | να παρομοιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρομοιάστηκα | θα παρομοιαστώ | να παρομοιαστώ | παρομοιαστεί | ||
β' ενικ. | παρομοιάστηκες | θα παρομοιαστείς | να παρομοιαστείς | παρομοιάσου | ||
γ' ενικ. | παρομοιάστηκε | θα παρομοιαστεί | να παρομοιαστεί | |||
α' πληθ. | παρομοιαστήκαμε | θα παρομοιαστούμε | να παρομοιαστούμε | |||
β' πληθ. | παρομοιαστήκατε | θα παρομοιαστείτε | να παρομοιαστείτε | παρομοιαστείτε | ||
γ' πληθ. | παρομοιάστηκαν παρομοιαστήκαν(ε) |
θα παρομοιαστούν(ε) | να παρομοιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρομοιαστεί | είχα παρομοιαστεί | θα έχω παρομοιαστεί | να έχω παρομοιαστεί | παρομοιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις παρομοιαστεί | είχες παρομοιαστεί | θα έχεις παρομοιαστεί | να έχεις παρομοιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρομοιαστεί | είχε παρομοιαστεί | θα έχει παρομοιαστεί | να έχει παρομοιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρομοιαστεί | είχαμε παρομοιαστεί | θα έχουμε παρομοιαστεί | να έχουμε παρομοιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρομοιαστεί | είχατε παρομοιαστεί | θα έχετε παρομοιαστεί | να έχετε παρομοιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρομοιαστεί | είχαν παρομοιαστεί | θα έχουν παρομοιαστεί | να έχουν παρομοιαστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρομοιάζομαι
|