virtual
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvirtual (en)
- στην ουσία (αλλά όχι από εξωτερική άποψη), κατ' ουσίαν
- this defeat was a virtual victory
- αυτή η ήττα ήταν στην ουσία μια νίκη
- this defeat was a virtual victory
- (πληροφορική) εικονικός, ιδεατός, που δεν έχει φυσική υπόσταση αλλά είναι δημιούργημα προγραμματισμού
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- permanent virtual circuit (PVC)
- virtual keyboard
- virtual machine
- virtual memory
- virtual private network (VPN)
- virtual private server
- virtual reality
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvirtual (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvirtual (pt)