ανεικονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ni.ko.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νει‐κο‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαανεικονικός, -ή, -ό
- (εικαστικές τέχνες) που δεν (θέλει να) παρασταίνει με εικόνες κάτι· που δεν χρησιμοποιεί εικόνες ή αναπαραστάσεις της πραγματικότητας (αλλά κάνει χρήση αφηρημένων σχημάτων)
- ※ Ο Λέων και ο γιος του Κωνσταντίνος Εʹ φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκείας και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική. ( Εικονομαχία στη Βικιπαίδεια )
- ※ Η Αγία Κυριακή αποτελεί μία σπάνια περίπτωση βυζαντινού ναού με διατηρούμενο ανεικονικό διάκοσμο. Το μνημείο αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία της Εικονομαχίας, της θεολογικής και πολιτικής διαμάχης σχετικά με την λατρεία των εικόνων, που συντάραξε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αι.
- «Νάξος: Ευρωπαϊκό βραβείο για την αποκατάσταση του ναού της Αγίας Κυριακής στην Απείρανθο», naftemporiki.gr (28 Σεπτεμβρίου 2018)· πρόσβαση: 2022-04-28.
- ※ Ορθογώνια, τρίγωνα και κύκλοι τέμνονται στο χώρο και χρωματίζονται με παστέλ χρώματα. Δημιουργούνται επίπεδα, που εισέρχονται το ένα στο άλλο και φτιάχνουν μια «κατασκευασμένη εικόνα». Η ανεικονική ζωγραφική του Κλιουν μέσα από τα σχήματα που χρησιμοποιεί […]
- «Κλιουν Ιβάν, “Σφαιρική μη αντικειμενική σύνθεση”», Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης· πρόσβαση: 2022-04-28.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανεικονικότητα
- → δείτε τη λέξη εικόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανεικονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανεικονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανεικονικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας