εικονιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικονιστικός < μεσαιωνική ελληνική εἰκονιστικός < (ελληνιστική κοινή) εἰκονίζω < αρχαία ελληνική εἰκών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weik-
Επίθετο επεξεργασία
εικονιστικός, -ή, -ό
- που εικονίζει, που απεικονίζει κάτι
- Το αριστουργηματικής σύλληψης και δημιουργίας ψηφιδωτό δάπεδο με την εικονιστική παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης στον δεύτερο χώρο, πίσω από τις Καρυάτιδες, στον τύμβο Καστά της Αμφίπολης, έρχεται να συμπληρώσει ένα παζλ με εντυπωσιακά ψηφιδωτά που έχουν έρθει στο φως και κοσμούσαν οικίες και δημόσια κτίρια στη Μακεδονία. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εικόνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικονιστικός
|