Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εικονικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εικονικότητ
α
οι
εικονικότητ
ες
γενική
της
εικονικότητ
ας
των
εικονικοτήτ
ων
αιτιατική
την
εικονικότητ
α
τις
εικονικότητ
ες
κλητική
εικονικότητ
α
εικονικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εικονικότητα
<
εικονικ(ός)
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.ko.niˈko.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εικονικότητα
θηλυκό
το να είναι κάτι
εικονικό
, η
ιδιότητα
του
εικονικού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εικονικός
και
εικόνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
φαινομενικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εικονικότητα
αγγλικά
:
semblance
(en)