Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
physically
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
physically
συγκριτικός
more
physically
υπερθετικός
most
physically
Ετυμολογία
επεξεργασία
physically
<
physical
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
physically
(en)
σωματικά
, με τρόπο που συνδέεται με το σώμα ενός ατόμου παρά με το μυαλό του
He suffers
physically
and mentally.
Υποφέρει
σωματικά
και ψυχικά.
υλικά
σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους
με τη χρήση σωματικής δύναμης
Πηγές
επεξεργασία
physically
-
Oxford Learner's Dictionaries