αλγηδόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλγηδόνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλγηδών, από την αιτιατική «τὴν ἀλγηδόνα» < ἀλγέω < ἄλγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.ʝiˈðo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐γη‐δό‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλγηδόνα θηλυκό
- (απαρχαιωμένο) ο πόνος ενός μέρους του σώματος χωρίς εμφανή βλάβη ή αιτία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αλγηδόνα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)