Δείτε επίσης: ἀλγηδόνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλγηδόνα οι αλγηδόνες
      γενική της αλγηδόνας των αλγηδόνων
    αιτιατική την αλγηδόνα τις αλγηδόνες
     κλητική αλγηδόνα αλγηδόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλγηδόνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλγηδών, από την αιτιατική «τὴν ἀλγηδόνα» < ἀλγέω < ἄλγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.ʝiˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐γη‐δό‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλγηδόνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία