Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλγινόεις < ἄλγος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀλγινόεις, ἀλγινόεσσα, ἀλγινόεν

  • που προκαλεί πόνο
  • Νὺξ δ᾽ ἔτεκεν στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα...δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν (Ησίοδ. Θεογ. 214)

Συγγενικά

επεξεργασία