Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλγεινῶς < ἄλγος

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀλγεινῶς

  • ἅμ᾽ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα : και ευχαρίστως και θλιβερά συνάμα (Σοφ. Αντιγόνη 436)

Συγγενικά επεξεργασία