Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄλγιστος ἀλγίστη τὸ ἄλγιστον
      γενική τοῦ ἀλγίστου τῆς ἀλγίστης τοῦ ἀλγίστου
      δοτική τῷ ἀλγίστ τῇ ἀλγίστ τῷ ἀλγίστ
    αιτιατική τὸν ἄλγιστον τὴν ἀλγίστην τὸ ἄλγιστον
     κλητική ! ἄλγιστε ἀλγίστη ἄλγιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄλγιστοι αἱ ἄλγισται τὰ ἄλγιστ
      γενική τῶν ἀλγίστων τῶν ἀλγίστων τῶν ἀλγίστων
      δοτική τοῖς ἀλγίστοις ταῖς ἀλγίσταις τοῖς ἀλγίστοις
    αιτιατική τοὺς ἀλγίστους τὰς ἀλγίστᾱς τὰ ἄλγιστ
     κλητική ! ἄλγιστοι ἄλγισται ἄλγιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλγίστω τὼ ἀλγίστ τὼ ἀλγίστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀλγίστοιν τοῖν ἀλγίσταιν τοῖν ἀλγίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄλγιστος < υπερθετικός βαθμός του επιθέτου ἀλγεινός

  Επίθετο επεξεργασία

ἄλγιστος, ἀλγίστη, ἄλγιστον (συγκριτικός βαθμός: ἀλγίων,ων,ον αλλά και αντίστοιχα ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος)

Συγγενικά επεξεργασία