ἀλγεινότατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλγεινότατος < υπερθετικός βαθμός του επιθέτου ἀλγεινός
Επίθετο
επεξεργασίαἀλγεινότατος, ἀλγεινοτάτη, ἀλγεινότατον (συγκριτικός βαθμός: ἀλγεινότερος, αλλά υπάρχουν και οι τύποι ἀλγίων και ἄλγιστος αντίστοιχα)