αλγολαγνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλγολαγνεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική algolagnia < γερμανική Algolagnie < αρχαία ελληνική ἄλγος + λαγνεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλγολαγνεία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλγολαγνεία