σαδομαζοχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαδομαζοχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sadomasochisme[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαδομαζοχισμός αρσενικό
- σεξουαλική διαστροφή, συνδυασμός σαδισμού και μαζοχισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαδομαζοχισμός
- ↑ σαδομαζοχισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας