Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαδομαζοχισμός οι σαδομαζοχισμοί
      γενική του σαδομαζοχισμού των σαδομαζοχισμών
    αιτιατική τον σαδομαζοχισμό τους σαδομαζοχισμούς
     κλητική σαδομαζοχισμέ σαδομαζοχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαδομαζοχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sadomasochisme[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαδομαζοχισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία