λαγνεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαγνεία | οι | λαγνείες |
γενική | της | λαγνείας | των | λαγνειών |
αιτιατική | τη | λαγνεία | τις | λαγνείες |
κλητική | λαγνεία | λαγνείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαγνεία < αρχαία ελληνική λαγνεία < λαγνεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαγνεία θηλυκό
- κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαγνεία