• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λαγνεία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Σύνθετα
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγνεία οι λαγνείες
      γενική της λαγνείας των λαγνειών
    αιτιατική τη λαγνεία τις λαγνείες
     κλητική λαγνεία λαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγνεία < αρχαία ελληνική λαγνεία < λαγνεύω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγνεία θηλυκό

  • κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες

Σύνθετα

επεξεργασία
  • κοπρολαγνεία
  • τρομολαγνεία
  • δραχμολαγνεία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Επτά θανάσιμα αμαρτήματα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λαγνεία
  • αγγλικά : lust (en)
  • γαλλικά : luxure (fr)
  • γερμανικά : Lüsternheit (de)
  • ρουμανικά : lascivitate (ro)
  • φινλανδικά : hekuma (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λαγνεία&oldid=5644155"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:54

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Malagasy
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας