λαγνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγνεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαλαγνεύω
- (κυρίως για άνδρες) συνουσιάζομαι
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, 25.15 @scaife.perseus
- τίς δὲ σχολὴ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ νῦν ἀπεπτεῖν ἢ μεθύειν ἢ λαγνεύειν;
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, 25.15 @scaife.perseus
- είμαι φιλήδονος, ακόλαστος, πρόστυχος
- (στην παθητική φωνή) (για γυναίκα) έχω σεξουαλικές σχέσεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἐπικυήσεως, (De superfoetatione), κεφ. 13, @scaife.perseus
- Κυέουσα ἡ γυνὴ, ἢν μὴ λαγνεύηται, ῥηΐτερον ἀπολυθήσεται τοῦ τόκου.
- Η έγκυος γυναίκα, εάν δεν έχει σεξουαλικές επαφές, θα έχει ευκολότερο τοκετό.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Κυέουσα ἡ γυνὴ, ἢν μὴ λαγνεύηται, ῥηΐτερον ἀπολυθήσεται τοῦ τόκου.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἐπικυήσεως, (De superfoetatione), κεφ. 13, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαγνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.