Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπρολαγνεία οι κοπρολαγνείες
      γενική της κοπρολαγνείας των κοπρολαγνειών
    αιτιατική την κοπρολαγνεία τις κοπρολαγνείες
     κλητική κοπρολαγνεία κοπρολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπρολαγνεία < νεολατινική coprolagnea[1], μορφολογικά αναλύεται κόπρ(ος) + -ο- + λαγνεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπρολαγνεία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία