κοπρολαγνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοπρολαγνεία < νεολατινική coprolagnea[1], μορφολογικά αναλύεται κόπρ(ος) + -ο- + λαγνεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπρολαγνεία θηλυκό
- (ψυχιατρική) η κοπροφιλία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοπρολαγνεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοπρολαγνεία
|