κοπροφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.pɾo.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐προ‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπροφιλία θηλυκό
- (ψυχιατρική) είναι είδος παραφιλίας, όπου η σεξουαλική διέγερση επιτυγχάνεται μέσω των κοπράνων και όχι μέσω του συνηθισμένου τρόπου σεξουαλικής συνεύρεσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοπροφιλία
|