Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοιλιαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κοιλιαλγί
α
οι
κοιλιαλγί
ες
γενική
της
κοιλιαλγί
ας
των
κοιλιαλγι
ών
αιτιατική
την
κοιλιαλγί
α
τις
κοιλιαλγί
ες
κλητική
κοιλιαλγί
α
κοιλιαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοιλιαλγία
<
κοιλιά
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοιλιαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στην κοιλιά,
κοιλόπονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοιλιαλγία