Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στομαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στομαλγί
α
οι
στομαλγί
ες
γενική
της
στομαλγί
ας
των
στομαλγι
ών
αιτιατική
τη
στομαλγί
α
τις
στομαλγί
ες
κλητική
στομαλγί
α
στομαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στομαλγία
<
στόμ(α)
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στομαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στο στόμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στομαλγία