ενικός         πληθυντικός  
-algie -algies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-algie < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική -αλγία < ἄλγος (πόνος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ʒi/

  Επίθημα

επεξεργασία

-algie (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία