Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οσφυαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οσφυαλγί
α
οι
οσφυαλγί
ες
γενική
της
οσφυαλγί
ας
των
οσφυαλγι
ών
αιτιατική
την
οσφυαλγί
α
τις
οσφυαλγί
ες
κλητική
οσφυαλγί
α
οσφυαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οσφυαλγία
<
αρχαία ελληνική
ὀσφυαλγία
<
ὀσφύς
+
-αλγία
(<
ἄλγος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οσφυαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
)
πόνος
στην
οσφυική
μοίρα της
ράχης
, στη
μέση
Συνώνυμα
επεξεργασία
λουμπάγκο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ισχιαλγία
οσφυοϊσχιαλγία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οσφυαλγία
αγγλικά
:
lumbago
(en)
γαλλικά
:
lumbago
(fr)
γερμανικά
:
Lumbago
(de)
ισπανικά
:
lumbago
(es)
ολλανδικά
:
lumbago
(nl)
πολωνικά
:
lumbago
(pl)
ρωσικά
:
люмбаго
(ru)