οσφυοϊσχιαλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοσφυοϊσχιαλγία θηλυκό
- συνδυασμός οσφυαλγίας και ισχιαλγίας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οσφυοϊσχιαλγία
|
οσφυοϊσχιαλγία θηλυκό
|