↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσφύς οι οσφύες
      γενική της οσφύος των οσφύων
    αιτιατική την οσφύ τις οσφύς
     κλητική οσφύ οσφύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσφύς < αρχαία ελληνική ὀσφῦς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ésth₁(οστό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /osˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οσ‐φύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Η σπονδυλική στήλη με τα κυρτώματά της

οσφύς θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία