Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσφυϊκός η οσφυϊκή το οσφυϊκό
      γενική του οσφυϊκού της οσφυϊκής του οσφυϊκού
    αιτιατική τον οσφυϊκό την οσφυϊκή το οσφυϊκό
     κλητική οσφυϊκέ οσφυϊκή οσφυϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσφυϊκοί οι οσφυϊκές τα οσφυϊκά
      γενική των οσφυϊκών των οσφυϊκών των οσφυϊκών
    αιτιατική τους οσφυϊκούς τις οσφυϊκές τα οσφυϊκά
     κλητική οσφυϊκοί οσφυϊκές οσφυϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οσφυϊκός < ουσιαστικό οσφύ(ς) + ικός

  Επίθετο επεξεργασία

οσφυϊκός, -ή, -ό

  • (ανατομία) που ανήκει ή αναφέρεται στην οσφύ, στη μέση του ανθρώπου
    οσφυϊκός σπόνδυλος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία