Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίκλαστος η ημίκλαστος
ημίκλαστη
το ημίκλαστο
      γενική του ημικλάστου
ημίκλαστου
της ημικλάστου
ημίκλαστης
του ημικλάστου
ημίκλαστου
    αιτιατική τον ημίκλαστο την ημίκλαστο
ημίκλαστη
το ημίκλαστο
     κλητική ημίκλαστε ημίκλαστε
ημίκλαστη
ημίκλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίκλαστοι οι ημίκλαστοι
ημίκλαστες
τα ημίκλαστα
      γενική των ημικλάστων
ημίκλαστων
των ημικλάστων
ημίκλαστων
των ημικλάστων
ημίκλαστων
    αιτιατική τους ημικλάστους
ημίκλαστους
τις ημικλάστους
ημίκλαστες
τα ημίκλαστα
     κλητική ημίκλαστοι ημίκλαστοι
ημίκλαστες
ημίκλαστα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημίκλαστος < ημί- + κλαστός (< κλάω), τεθραυσμένος, "τσακισμένος"

  Επίθετο επεξεργασία

ημίκλαστος, -ος/-η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία