κλαστός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλαστός | ἡ | κλαστή | τὸ | κλαστόν |
γενική | τοῦ | κλαστοῦ | τῆς | κλαστῆς | τοῦ | κλαστοῦ |
δοτική | τῷ | κλαστῷ | τῇ | κλαστῇ | τῷ | κλαστῷ |
αιτιατική | τὸν | κλαστόν | τὴν | κλαστήν | τὸ | κλαστόν |
κλητική ὦ! | κλαστέ | κλαστή | κλαστόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κλαστοί | αἱ | κλασταί | τὰ | κλαστᾰ́ |
γενική | τῶν | κλαστῶν | τῶν | κλαστῶν | τῶν | κλαστῶν |
δοτική | τοῖς | κλαστοῖς | ταῖς | κλασταῖς | τοῖς | κλαστοῖς |
αιτιατική | τοὺς | κλαστούς | τὰς | κλαστᾱ́ς | τὰ | κλαστᾰ́ |
κλητική ὦ! | κλαστοί | κλασταί | κλαστᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαστώ | τὼ | κλαστᾱ́ | τὼ | κλαστώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κλαστοῖν | τοῖν | κλασταῖν | τοῖν | κλαστοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαστός (ελληνιστική κοινή) < κλάω
Επίθετο
επεξεργασίακλαστός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- σπασμένος σε κομμάτια
- ※ 6ος κε αιώνας, Παύλος ο Σιλεντιάριος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 71, @poesialatina.it
- Σοὶ τὰ λιποστεφάνων διατίλματα μυρία φύλλων,
σοὶ τὰ νοοπλήκτου κλαστὰ κύπελλα μέθης,
βόστρυχα σοὶ τὰ μύροισι δεδευμένα,
- Σοὶ τὰ λιποστεφάνων διατίλματα μυρία φύλλων,
- ※ 6ος κε αιώνας, Παύλος ο Σιλεντιάριος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 71, @poesialatina.it
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλάω
Πηγές
επεξεργασία- κλαστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.