Ετυμολογία

επεξεργασία
εψιλέ < → δείτε τη λέξη ψιλέ κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εψιλέ αρσενικό