Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπτίλος < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: τσακωνικά: ψιλέ, οψιλέ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀπτίλος αρσενικό