ὀπτίλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀπτίλος < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ τσακωνικά: ψιλέ, οψιλέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀπτίλος αρσενικό
- δωρικός τύπος του ὀφθαλμός, το μάτι
Πηγές επεξεργασία
- ὀπτίλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀπτίλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.