επετάτσε το πουλί
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επετάτσε το πουλί! < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαεπετάτσε το πουλί!
- (μεταφορικά) πέταξε το πουλί, χάθηκε η ευκαιρία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πετώ - σελ.50.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens