Ετυμολογία

επεξεργασία
γρούσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γλῶσσα με τροπή [l] > [ɾ] σε σύμπλεγμα συμφώνων όπως γλ > γρ, κλ > κρ, πλ > πρ κ.ο.κ. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣɾusa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γρούσσα αρσενικό (στα τσακωνοχώρια, ιδίωμα όπως στα Μέλανα)

  1. (ανθρώπινο σώμα) η γλώσσα (στο στόμα μας)
  2. η γλώσσα (οι λέξεις ανθρώπινης λαλιάς)
    ⮡  Γρούσσα νάμου ένι τα τσακώνικα.
    1. το πώς μιλάει και εκφράζεται ένας άνθρωπος
    2. η κακογλωσσιά
  3. (ιχθυολογία) το ψάρι γλώσσα
  4. το γλωσσίδι σε διάφορα αντικείμενα
     συνώνυμα: γλωσσά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

ιδιώματα σε τσακωνοχώρια:

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens, σελ. λε' (Εισαγωγή, Φωνητικά φαινόμενα)